- Σφηττοι
- Σφηττοῖadv. в деме Σφηττός Lys., Aeschin.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Σφηττοῖ — in indeclform (adverb) Σφηττώ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηττοί — Α επίρρ. στον Σφηττό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σφηττός + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. Μεγαρ οῖ)] … Dictionary of Greek
Σφηττοί — Σφηττός in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφηττόθεν — Σφηττοῖ in indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)